Ανακάλυψα
το δικό μου ένα παράξενο καλοκαίρι
ο
ήχος απ’ τις φωνές των ανθρώπων αντιλαλούσε απειλητικός στις μαρμάρινες
αίθουσες
όλοι
τους ασπροντυμένοι και σκυθρωποί
οι
ακτίνες του ήλιου έπεφταν με γωνία διαφορετική απ’ ότι συνήθως
κι
έκαναν τα μάτια μου να πονάνε
στο
Νότο ξεπρόβαλλε απρόσκλητη μια αινιγματική συζυγία αστερισμών
και
το νερό στα σιντριβάνια κόχλαζε κι εκτοξευόταν σε πίδακες που ιρίδιζαν παράξενα
στο ανυπόφορο λυκόφως
πλάι
σε παρτέρια με λουλούδια που μοιάζαν εξωτικά, αλλά δεν ήταν
είχαν
ένα επίχρισμα σκόνης στα πέταλά τους
δεν
ένιωθα τ’ άρωμά τους
θυμίζανε
καλλωπισμένες προσόψεις από δράματα κρυμμένα πίσω από λιθοδομές με τυφλά
παράθυρα
αραδιασμένα
κατά μήκος μιας μεθορίου με σημασία που ‘χε πια περάσει στη λήθη
…κατάλαβα
ότι αντίκριζα το τελευταίο σύνορο πριν την Έρημο του Πραγματικού
κι
αποφάσισα να δραπετεύσω
κι
αφέθηκα στη στροφοδίνη από τ’ απόνερα μιας χαμένης λέμβου
στο
ακανόνιστο σχήμα της τροχιάς ενός λοξοδρομημένου κομήτη
στην
προσομοίωση ενός Παραδείσου συσκευασμένου σε ροζ και ασπρογάλαζα κουτάκια